- αθεράπευτος
- -η, -ο (Α ἀθεράπευτος, -ον) [θεραπεύω]αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατοςνεοελλ.(για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερόςαρχ.1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή, παραμελημένος2. που δεν θεραπεύτηκε, δεν γιατρεύτηκε3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθεράπευτονπαραμέληση τής εμφάνισης τού παρουσιαστικού κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θεραπευτός < θεραπεύω.ΠΑΡ. αρχ. ἀθεραπευσία].
Dictionary of Greek. 2013.